ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ



Η εκπαίδευση και ο αγώνας για κοινωνική χειραφέτηση στην εποχή της κρίσης
Των Γιώργου Γρόλλιου, Τάσου Λιάμπα, Περικλή Παυλίδη
 
Ο χαρακτήρας και οι συνέπειες της κρίσης
Η σύγχρονη οικονομική κρίση δεν είναι πρωτίστως χρηματοπιστωτική ή κρίση χρέους ή κρίση η οποία προκαλείται από την ανεπαρκή ζήτηση ή (σύμφωνα με μια πιο απλοϊκή ερμηνεία) κρίση διαφθοράς. Πρωταρχική αιτία της κρίσης είναι η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους. Με βάση το νόμο της αξίας, η παραγωγή στον καπιταλισμό θεμελιώνεται στην απόσπαση υπεραξίας από την εργατική δύναμη, δηλαδή πρόσθετης αξίας από εκείνη που απαιτείται για την αναπαραγωγή της. Συνεπώς, η (εκμεταλλευτική) σχέση εργασίας-κεφαλαίου προσδιορίζει τη διαδικασία κυκλοφορίας του κεφαλαίου. Βασικό πρόβλημα του κεφαλαίου είναι ότι ο εκσυγχρονισμός των μέσων παραγωγής από τη μια μεριά αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας αλλά, από την άλλη, μειώνει την αξία της εργατικής δύναμης η οποία, όμως, είναι εκείνη που παράγει υπεραξία σε σχέση με το σταθερό κεφάλαιο (εγκαταστάσεις, πρώτες ύλες κλπ). Αυτή η αντίφαση αποτελεί την αιτία της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σε σχέση με τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, στην πρώτη πενταετία του 2000 τα ποσοστά κέρδους στις Η.Π.Α. ήταν κατά 1/3 μικρότερα, ενώ είχαν ακόμη μεγαλύτερη πτώση στη Γερμανία και στην Ιαπωνία. Απότοκα της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους είναι α) η περαιτέρω συγκεντροποίηση του κεφαλαίου υπό τον έλεγχο μιας μερίδας του με σκοπό να αντέξει την πτώση, β) η απαξίωση άλλων μερίδων του, γ) φαινόμενα υπερσυσσώρευσης (για τα οποία ευθύνονται και η ανεπάρκεια της ζήτησης από τη μεριά των μισθωτών λόγω της μετατροπής τους σε ανέργους ή της μείωσης των μισθών τους για να αντισταθμιστεί η πτώση), δ) η ενίσχυση των οικονομικών και γεωπολιτικών αντιθέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών και ε) η μετατόπιση κεφαλαίου στο χρηματοπιστωτικό τομέα (Ρούσης, 2012).
Η νεοφιλελεύθερη – νεοσυντηρητική αναδιάρθρωση, λοιπόν, μπορεί να γίνει κατανοητή πρωταρχικά ως η απάντηση ισχυρών μερίδων του κεφαλαίου στην καπιταλιστική κρίση της δεκαετίας του 1970, πρωταρχική αιτία της οποίας, όπως και της σημερινής, ήταν η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους. Πριν από εκείνη την κρίση, η πλειονότητα των χωρών της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής είχε ζήσει τα λεγόμενα «τριάντα ένδοξα χρόνια» (1945-1975) του συνδυασμού της οικονομικής ανάπτυξης με την καθιέρωση του κράτους πρόνοιας. Ήταν ένας συνδυασμός ο οποίος έθεσε τα υλικά θεμέλια για να εξασφαλιστεί η κοινωνική και πολιτική συναίνεση που ήταν αναγκαία ώστε οι λαοί αυτών των χωρών να κρατηθούν μακριά από την επιρροή των ιδεών τις οποίες ενσάρκωνε ο τότε σοσιαλισμός στην Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα. Όμως, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 η ευφορία της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης τέθηκε υπό αμφισβήτηση από κοινωνικά κινήματα στο εσωτερικό των ίδιων χωρών και από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική.
Η κοινωνικοπολιτική αμφισβήτηση του καπιταλισμού του τέλους της περιόδου των τριάντα ένδοξων χρόνων αποτέλεσε βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε για να ενδυναμωθεί και τελικά να επιβληθεί η επιρροή του νεοφιλελευθερισμού στην πολιτική των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων. Οι μεγάλες αμερικάνικες επιχειρήσεις και τράπεζες άρχισαν να υποστηρίζουν ενεργητικά τις νεοφιλελεύθερες ιδέες στα μέσα της δεκαετίας του 1970 στρέφοντας τη χρηματοδότησή τους προς ιδεολογικά ομόλογες δεξαμενές σκέψης, ινστιτούτα, περιοδικά, εφημερίδες, διανοούμενους, δημοσιογράφους και πολιτικούς (Peet, 2010). Μετά την εκλογική επικράτηση της Margaret Thatcher στη Βρετανία το 1979 και του Ronald Reagan στις Η.Π.Α. το 1980, οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνταγές του νεοφιλελευθερισμού, έχοντας ήδη εφαρμοστεί από τη στρατιωτική χούντα του Augusto Pinochet ως αιματηρό πείραμα στη Χιλή μετά το 1973, εξαπλώθηκαν διεθνώς. Στην εφαρμογή τους στην Ευρώπη έπαιξαν ενεργητικό ρόλο με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικούς βαθμούς, εκτός από τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, τα Σοσιαλδημοκρατικά, τα Ευρωκομμουνιστικά και τα Πράσινα κόμματα (Ροτ & Παπαδημητρίου, 2013). Ο νεοφιλελευθερισμός δεν γεννήθηκε ως αποτέλεσμα των διαθέσεων κάποιων «μαθητευόμενων μάγων» και δεν επικράτησε λόγω του υποκειμενισμού μιας κάστας πολιτικών «Φρανκεστάιν», αλλά «είναι κάτι πολύ περισσότερο: είναι έκφραση της δομικής ανάγκης του κεφαλαίου να απαντήσει στην πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους μέσω της επέκτασής του σε κάθε δραστηριότητα και σε κάθε τομέα» (Μπογιόπουλος, 2011, σ.75). Όπως αργότερα παραδέχθηκε ο Alan Budd, βασικός οικονομικός σύμβουλος της Thatcher, «οι πολιτικές της δεκαετίας του 1980 για τη μείωση του πληθωρισμού μέσω της συμπίεσης της οικονομίας και των δημόσιων δαπανών αποτελούσαν το μανδύα του χτυπήματος των εργαζομένων» για να δημιουργηθεί ένας βιομηχανικός εφεδρικός στρατός, ώστε να υποβαθμιστεί η δύναμη της εργασίας και να αυξήσουν τα κέρδη τους οι καπιταλιστές (Harvey, 2010).
Γίνεται φανερό, λοιπόν, ότι αν και οι κρίσεις οφείλονται πρωταρχικά στις ενδογενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και, πιο συγκεκριμένα, στην πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους, σημαντικό ρόλο στην εκδήλωσή τους παίζει (σε κάθε συγκυρία) η έκβαση των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων, όπως φαίνεται από όσα προαναφέρθηκαν με σύντομο τρόπο -κάθε κρίση διαμορφώνεται από αυτές τις συγκρούσεις αλλά και αποτελεί έδαφος διεξαγωγής νέων, πρώτα απ’ όλα για την κατανομή των συνεπειών της. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε, επίσης με σύντομο τρόπο, σε ορισμένες πλευρές της σύγχρονης καπιταλιστικής κρίσης οι οποίες σχετίζονται, κυρίως, με την κατανομή των συνεπειών της ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και ανάμεσα στα κράτη, ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, οι κάθε είδους ανισότητες αυξήθηκαν κατακόρυφα, γεγονός που αναγνωρίστηκε ακόμα και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το 2007. Η συμβολή του νεοφιλελευθερισμού στη μεγέθυνση των ανισοτήτων είναι εμφανής και συνεχίζει να υλοποιείται με την επίθεση εναντίον κάθε μορφής προστασίας της εργασίας, με την υποχώρηση της προοδευτικότητας των φόρων, με τη συνεχή πτώση του μεριδίου των μισθών στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν των χωρών, με την αύξηση του χρόνου εργασίας, με την εξοντωτική εκμετάλλευση των παράνομων μεταναστών και με την αύξηση των κερδών. Για παράδειγμα, το 1976 στις Η.Π.Α. το 1% των πιο πλούσιων εισέπραττε το 9% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). Το 2008, το ίδιο ποσοστό πλουσίων του πληθυσμού εισέπραττε το 23,5% του ΑΕΠ της ίδιας χώρας (Κοτζιάς, 2012, Νεγρεπόντη – Δελιβάνη, 2010, Τσαφογιάννης, 2010).
Η τιτλοποίηση, τα δάνεια με εγγύηση χρεών (CDO) και τα συμβόλαια ανταλλαγής πιστωτικού κινδύνου (CDS), δηλαδή τα λεγόμενα παράγωγα, αυξήθηκαν υπέρμετρα. Τα CDS έφτασαν το 2009 στα 636,4 τρις, ποσό δεκαπλάσιο της παγκόσμιας παραγωγής, ενώ το 2000 ήταν μόνο 100 τρις δολάρια. Το 2010 η αξία των παντός είδους χρηματοπιστωτικών παραγώγων έφτασε τα 1020 τρις δολάρια ενώ το παγκόσμιο ΑΕΠ ανερχόταν μόλις σε 62 τρις δολάρια. Η ανεξέλεγκτη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία συγκρότησε μια εικονική, χάρτινη οικονομία των συναλλαγών στα χρηματιστήρια αξιών και παραγώγων, στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων και στις αγορές συναλλάγματος. Έτσι, η έκρηξη της φούσκας των ακινήτων στις Η.Π.Α. το 2007 είχε καταστρεπτικές συνέπειες: οι ζημιές των αμερικάνικων εταιρειών έφτασαν τα 14,5 τρισεκατομμύρια δολάρια, 5,5 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους, κάθε νοικοκυριό έχασε κατά μέσο όρο 5.800 δολάρια, η αξία των ακινήτων από 13 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2006 έπεσε στα 8,8 το 2008, ενώ τα αποταμιευτικά και επενδυτικά στοιχεία των συντάξεων μειώθηκαν κατά 1,2 τρισεκατομμύρια, με αποτέλεσμα η παρούσα κρίση να συγκρίνεται με εκείνη του 1929. Μάλιστα, σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, η σύγχρονη κρίση είναι βαθύτερη, αφού η πτώση της παγκόσμιας παραγωγής, ιδίως της βιομηχανικής, υπερβαίνει την αντίστοιχη της πρώτης φάσης της κρίσης του 1929, φτάνοντας το 42%, ενώ οι χρηματιστηριακές απώλειες ανέρχονται στο 50%. Εκατομμύρια εργαζομένων καλούνται να πληρώσουν τις συνέπειες της κατίσχυσης των νεοφιλελεύθερων δογμάτων, της συνεχούς συρρίκνωσης του προνοιακού και επενδυτικού ρόλου του κράτους, των αναρίθμητων απελευθερώσεων και απορυθμίσεων, ενώ οι πραγματικοί υπεύθυνοι επιβραβεύονται με τεράστιες επιδοτήσεις. Έτσι, στην περίοδο της κρίσης, όσοι διαθέτουν πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια (υπολογίζονται ότι είναι 11 εκατομμύρια άτομα) κατέχουν ιδιοκτησία 42,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, δηλαδή το 1/6.600 του παγκόσμιου πληθυσμού διαθέτει σχεδόν το 1/10 του παγκόσμιου πλούτου (Αντωνοπούλου, 2008, Βατικιώτης, 2010, Βεργόπουλος, 2011, Κοτζιάς, 2012, Μελάς, 2011, Παπακωνσταντίνου, 2013, Τόλιος, 2011).
Η άνοδος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου συνδυάστηκε με τη μετακίνηση της παραγωγής προς την Ασία λόγω της ίδρυσης βιομηχανικών μονάδων των πολυεθνικών εταιρειών. Σημαντικές ποσότητες ευρωπαϊκού, αμερικάνικου και ιαπωνικού βιομηχανικού κεφαλαίου μετανάστευσαν σε ασιατικές (κυρίως) χώρες αναζητώντας φτηνή εργασία και ευνοϊκά φορολογικά καθεστώτα. Ένδειξη της οικονομικής ανόδου της Ασίας, η οποία συνδυάστηκε με την αύξηση της άνισης κατανομής του πλούτου, είναι η μεγέθυνση του αριθμού των εκατομμυριούχων της που έφτασαν τα τρία εκατομμύρια, κατέχοντας περιουσία 9,7 τρισεκατομμυρίων δολαρίων και ξεπερνώντας για πρώτη φορά εκείνη της Ευρώπης (9,5 τρισεκατομμύρια δολάρια). Η πλειονότητα των χωρών της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής μετατράπηκαν σε οικονομίες με διογκωμένους τομείς υπηρεσιών και εμπορίου (στις Η.Π.Α. πάνω από το 50% του πληθυσμού δεν ασχολείται με την παραγωγή αγαθών), δομικής ανεργίας και κατανάλωσης η οποία στηρίζεται σε δάνεια. Εξαίρεση αποτελεί η Γερμανία που, έχοντας περιορίσει το κόστος εργασίας, αντέχει στο διεθνή ανταγωνισμό, παράγοντας ακριβότερα αλλά ποιοτικά προϊόντα και ελέγχοντας σε μεγάλο βαθμό την ισοτιμία του ευρώ ανάλογα με τις δικές της ανάγκες. Αντίθετα, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες η παραγωγή μειώνεται, αφού τα προϊόντα τους δεν μπορούν να είναι ανταγωνιστικά έναντι των ποιοτικότερων γερμανικών ή των φτηνότερων κινεζικών. Επίσης, παρά το ότι το 86% των γερμανικών πλεονασμάτων προέρχεται από τις εμπορικές ανταλλαγές εντός της ευρωζώνης, η Γερμανία εμφανίζεται ως βασικός υποστηρικτής της λιτότητας, οδηγώντας στην ύφεση τις ευρωπαϊκές οικονομίες, προτιμώντας να αποθησαυρίζει τα πλεονάσματα και επιβάλλοντας την αυξανόμενη απόκλιση αντί της σύγκλισης στη γηραιά ήπειρο (Αντωνοπούλου, 2008, Βεργόπουλος, 2011, Νεγρεπόντη – Δελιβάνη, 2011, Τσαφογιάννης, 2010).
Στο έδαφος της σύγχρονης οικονομικής κρίσης, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης έχει πλέον μετατραπεί σε διαδικασία οικοδόμησης μιας ένωσης χωρών υπό την πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας. Η συνθήκη του Μάαστριχτ, επιβάλλοντας στις χώρες-μέλη τους ίδιους στόχους, δεν οδήγησε στην υπερεθνική σύγκλιση. Η οικονομική και νομισματική ενοποίηση, αναγορεύοντας σε δόγμα την αντιπληθωριστική πολιτική και την πτώση των επιτοκίων, καθώς και τον περιορισμό των ελλειμμάτων και του χρέους του δημοσίου, συνεπάγεται την ονομαστική και μόνο, όχι την πραγματική σύγκλιση των οικονομιών, αφού η σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών σε χώρες με διαφορετική δομή οικονομιών και διαφορετική ανταγωνιστικότητα οδηγεί σε απόκλιση των πραγματικών ισοτιμιών. Για τα τμήματα του κεφαλαίου που διέθεταν μειωμένη ανταγωνιστικότητα στις διεθνείς αγορές, το αντάλλαγμα για να διατηρηθεί η ενότητα του κεφαλαίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο ήταν η λιτότητα δίχως χρονικά όρια. Η Γερμανία δεν επιδιώκει σήμερα να ενισχύσει τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά να ενισχύσει τη δική της οικονομία, διολισθαίνοντας σε μια παραλλαγή του παραδοσιακού εθνικισμού. Ουσιαστικά, χρησιμοποιώντας την κρίση, η κυρίαρχη τάξη της Γερμανίας αναδιατάσσει τη γεωμετρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προωθώντας πιο αποφασιστικά την ιδέα της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων (χαρακτηριστικό είναι ότι οι μηχανισμοί διαχείρισης της κρίσης -EMSF και EFSF- δεν λειτουργούν όπως οι άλλοι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βάση την τυπική ισοτιμία όλων των κρατών-μελών, αλλά υπό την κυριαρχία εκείνων που έχουν τον υψηλότερο βαθμό αξιολόγησης της πιστοληπτικής τους ικανότητας). Τα κοινοτικά όργανα επιβεβαιώνουν κατά κανόνα προειλημμένες αποφάσεις του γαλλογερμανικού άξονα, στον οποίο πρωτεύοντα ρόλο παίζει η Γερμανία που επιβάλλει συστηματικά τους βασικούς κανόνες της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας. Επιθυμεί να ελέγχει τη συμμόρφωση των υπόλοιπων χωρών στις δικές της οικονομικές και πολιτικές επιλογές, προωθώντας την ελεγχόμενη υποβάθμιση  των ελλειμματικών χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας και απειλώντας τες με το φάσμα της χρεοκοπίας. Με αυτό τον τρόπο πιέζει τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ακολουθήσουν το δρόμο που ακολούθησε η δική της κυρίαρχη τάξη, δηλαδή το δρόμο της ριζικής μείωσης των μισθών και των συντάξεων, της αύξησης των ορίων συνταξιοδότησης, της υποβάθμισης της παιδείας και της προώθησης εκπαιδευτικών προγραμμάτων απόκτησης δεξιοτήτων (Κοτζιάς, 2012, 2013, Νεγρεπόντη – Δελιβάνη, 2011).
Παράλληλα με τη διαδικασία μετατροπής των σχέσεων ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που σκιαγραφήθηκε προηγουμένως, στο εσωτερικό τους η δημοκρατία συρρικνώνεται όλο και περισσότερο. Πρόκειται για μια γενική τάση η οποία αφορά την πλειονότητα των χωρών της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης-συντηρητικής αναδιάρθρωσης. Βασικά χαρακτηριστικά αυτής της τάσης, που ενισχύεται στο έδαφος της σύγχρονης κρίσης, είναι α) η ριζική μείωση της συμμετοχής των πολιτών τόσο στις κεντρικές πολιτικές διαδικασίες (κομματικές και κοινοβουλευτικές) όσο και σε εκείνες οι οποίες αφορούν την άσκηση συλλογικών δικαιωμάτων (διαδήλωση, απεργία κλπ), β) η άσκηση πολιτικής από τεχνοκράτες, ειδικούς της επικοινωνίας και διοικητικά στελέχη, γ) η αποδυνάμωση της εργατικής τάξης ως παράγοντα άσκησης κοινωνικής επιρροής με αποτέλεσμα την απώλεια δικαιωμάτων και κατακτήσεών της, δ) η αποδοχή του νεοφιλελευθερισμού ως μονόδρομου από το σύνολο των κυβερνητικών κομμάτων, ε) η απώλεια της αξιοπιστίας της πολιτικής και η μετατροπή της σε διαχειριστικό έργο ζ) η υποκατάσταση της στράτευσης για την κοινωνική δικαιοσύνη από κινήματα ταυτότητας και μη κυβερνητικές οργανώσεις και η) η καταστροφή της έννοιας του «γενικού συμφέροντος» και η εξάπλωση της διαφθοράς (Μπελαντής, 2014).
Η νεοφιλελεύθερη-νεοσυντηρητική επίθεση και η κριτική εκπαίδευση
Εδώ και τρεις δεκαετίες, όλες οι  βαθμίδες της εκπαίδευσης, από την προσχολική μέχρι την ανώτατη, βρίσκονται στη δίνη της νεοφιλελεύθερης-νεοσυντηρητικής αναδιάρθρωσης. Εφαρμόζονται νεοφιλελεύθερες πολιτικές και εγχαράσσεται ένα νεοσυντηρητικό σύστημα αξιών που υπάγονται στον έλεγχο και την επιρροή των κυρίαρχων μερίδων της καπιταλιστικής εξουσίας, με σκοπό να υπηρετηθεί η μεγέθυνση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Οι νεοφιλελεύθερες- νεοσυντηρητικές πολιτικές ενισχύουν τον ταξικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης, καθώς τη μετατρέπουν σε κοινό εμπόρευμα στη βάση της προσφοράς και της ζήτησης, του κόστους και του οφέλους. Πλέον, ό,τι συμβαίνει στην εκπαίδευση, από την οργάνωση και τη λειτουργία της έως το μορφωτικό της αποτέλεσμα, αποτιμάται σε χρήμα.
Οι επιπτώσεις της κοινωνικής λειτουργίας του σχολείου στον καπιταλισμό αποτυπώνονται με σαφήνεια στα χαρακτηριστικά της σχολικής σταδιοδρομίας των πιο αδύναμων στις επιδόσεις μαθητών, κυρίως γόνων της εργατικής τάξης. Αποτυπώνονται είτε στο ύψος των επιδόσεων και στις εκφάνσεις της εκπαιδευτικής ανισότητας που βιώνουν (σχολική διαρροή, σχολική αποτυχία, περιστασιακή φοίτηση) είτε στην κατ’ αποκλειστικότητα, αυτονόητη επιλογή εκ μέρους τους χαμηλού κοινωνικού κύρους εκπαιδευτικών διαδρομών (τεχνική εκπαίδευση, κλάδοι πρώιμης επαγγελματικής εξειδίκευσης), οι οποίες τους οδηγούν σε χαμηλά αμειβόμενα και επισφαλή επαγγέλματα της αγοράς εργασίας.
Ο νεοφιλελευθερισμός στις μέρες μας δεν αρκείται στη μετατροπή των εκπαιδευομένων σε «ανθρώπινο κεφάλαιο» αλλά, επιπλέον, αποζητά και τη μετατροπή κάθε πτυχής της προσωπικότητας σε «πάγιο κεφάλαιο». Επιδιώκει το σύνολο της ανθρώπινης ύπαρξης να υπόκειται στην εκμετάλλευση της αγοράς, δηλαδή την καθιστά εμπόρευμα με ανταλλακτική αξία. Σήμερα, οι δυνάμεις του κεφαλαίου δεν επικεντρώνουν την προσοχή τους μόνο στην εκμετάλλευση των   πλευρών της εργατικής δύναμης αυτής καθαυτής, αλλά στην εκμετάλλευση της ολότητας της υποκειμενικότητας του ατόμου. Αποσκοπούν στην εκμετάλλευση της «γενικής διάνοιας» που ενυπάρχει σε κάθε άτομο, η οποία συγκροτείται από τη διάχυτη κοινωνική γνώση (γλώσσες, κώδικες συμπεριφορών και συμβολικά συστήματα) και από τις  υποκειμενικές  ικανότητες (επικοινωνία, δημιουργικότητα, σωματική, καλλιτεχνική και διανοητική έκφραση, αισθαντικότητα). Το κεφάλαιο εκμεταλλεύεται κάθε πτυχή της προσωπικότητας  του ατόμου και δεν υπάρχει τίποτα που να συμβαίνει έξω από αυτό, καθώς ενσωματώνει όλες τις σχέσεις μετατρέποντάς τες σε εμπόρευμα (Read, 2013). Συνεπώς, η παραγωγή της νεοφιλελεύθερης υποκειμενικότητας πραγματοποιείται τόσο εντός της σφαίρας της παραγωγής των αγαθών όσο και εντός του πλέγματος των ποικίλων κοινωνικών σχέσεων της κοινωνικής και πολιτισμικής σφαίρας. Η παραγωγική προσωπικότητα, ως υποχείριο της αγοράς, διαπλάθεται από το κεφάλαιο το οποίο επεμβαίνει με τις πολιτικές του στο σχολείο και στην οικογένεια.
Ειδικότερα, εξετάζοντας την καθημερινότητα του σχολείου διαπιστώνουμε ότι οι νεοφιλελεύθερες-νεοσυντηρητικές πολιτικές προωθούν την  επιχειρηματικοποίησή του, το συνδέουν άμεσα με τις ανάγκες της αγοράς, περικόπτουν τις δημόσιες δαπάνες και αντικαθιστούν το πρόταγμα της ισότητας με το κυνήγι της αποτελεσματικότητας. Επιβάλλουν τυποποιημένες μετρήσεις και εθνικά πρότυπα, μάνατζμεντ και λογοδοσία, μαζί με το τρίπτυχο αριστεία, επιτυχία και πειθαρχία. Πριμοδοτούν τον ανταγωνισμό των ιδρυμάτων, καθώς και τον ανταγωνισμό και τον ατομικισμό των εκπαιδευτικών και των μαθητών. Έτσι, διευρύνουν το μορφωτικό χάσμα μεταξύ των κυρίαρχων και των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων και «φυσικοποιούν» τις εκπαιδευτικές ανισότητες. Παράλληλα, υποβαθμίζουν το έργο των εκπαιδευτικών, καθώς εμπεδώνουν τον διαχωρισμό της σύλληψης από την εκτέλεση της εργασίας στο σχολείο, καθιστώντας τους εκπαιδευτικούς εκτελεστικά όργανα και ενοχοποιώντας τους για τη σχολική αποτυχία.
Οι νεοφιλελεύθερες-νεοσυντηρητικές πολιτικές στην εκπαίδευση δεν είναι απλά ένα εργαλείο άσκησης εξουσίας στη βάση των κανονιστικών αρχών και των δογμάτων της ελεύθερης αγοράς, που όπως έχει αποδειχθεί συμβάλλουν στην κοινωνική αναπαραγωγή υπέρ των κυρίαρχων και ενισχύουν την ανισότητα, αλλά, επιπλέον, ενισχύουν τον ρόλο του σχολείου ως μηχανισμού πειθαρχικής εξουσίας και ελέγχου. Συγκεκριμένα, οι συντηρητικές διδακτικές πρακτικές, η ποσοτικοποιημένη, πραγμοποιημένη και κατακερματισμένη γνώση, τα τεχνοκρατικά δομημένα αναλυτικά προγράμματα, η μηχανοποίηση και ο αυτοματισμός  της εκπαιδευτικής διαδικασίας και η εμμονή στην αποτελεσματικότητα, η μονοδιάστατη και παθητική μάθηση, η τεχνολογία των ανταγωνιστικών εξετάσεων, η εργαλειοποίηση των ικανοτήτων, οι σχέσεις αυθεντίας και ιεραρχίας, η ακαμψία των σχολικών κανόνων και απαιτήσεων, τελικά το σύνολο της σχολικής κουλτούρας, διαπερνώνται και ανασυγκροτούνται από αγοραίες λογικές. Οι νεοφιλελεύθερες-νεοσυντηρητικές πολιτικές επιχειρούν να διαμορφώσουν ολοκληρωτικά, στην παραμικρή λεπτομέρεια, την προσωπικότητα των μαθητών και των εκπαιδευτικών, ώστε να αποδέχονται την προπαγάνδα των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων, κομβικά σημεία της οποίας είναι ότι α) η κατοχή του πλούτου αποτελεί ζήτημα δικαιοσύνης και αξιοκρατίας και εκείνοι  που αξίζουν τον κατέχουν δίκαια, γεγονός που θα επιφέρει  πρόοδο και ανάπτυξη και, συνεπώς, τίθεται ως αναγκαιότητα ο έλεγχος και η ιδιοκτησία των δημόσιων αγαθών από ιδιώτες και β) ο παραγόμενος πλούτος θα διαχυθεί από πάνω προς τα κάτω και θα φέρει ασφάλεια, ευημερία και ευκαιρίες στη μεσαία και την εργατική τάξη.
Με αυτούς τους τρόπους, η εκπαίδευση μετατρέπεται σε πράγμα και γίνεται «τραπεζική» μεταβίβαση γνώσης. Απογυμνώνεται από το ανθρωπιστικό της περιεχόμενο και από την ανάπτυξη ζωντανής σχέσης με τους μαθητές, καθώς ταυτίζει το είναι με το έχειν.  Πρόκειται για μια εκπαιδευτική νεκροφιλία που σκοπό έχει να διαπαιδαγωγηθεί το άτομο με βάση τη λογική και τις αξίες της επιχείρησης. Ένα σχολείο τέτοιου είδους διαπλάθει τον διαχειρίσιμο άνθρωπο, ο οποίος μαθαίνει να βρίσκεται σε επαγρύπνηση και υπό συνεχή επιτήρηση, γίνεται κενός από υποκειμενικότητα και απανθρωπισμένος, υπάκουος και μονίμως έτοιμος να ανταποκριθεί στις ανάγκες και τις απαιτήσεις του κεφαλαίου.
Οι κριτικοί εκπαιδευτικοί είναι ανάγκη να αντιπαρατεθούν και να δράσουν, έχοντας κατά νου ότι οι σχέσεις εκπαίδευσης και κοινωνίας δεν είναι σχέσεις μηχανικής αντιστοιχίας, αλλά διαλεκτικές, ιστορικές και αντιφατικές. Επομένως, οφείλουν να κατανοήσουν ότι η αναπαραγωγή της κοινωνικής ιεραρχίας μέσω της εκπαίδευσης και η διαμόρφωση  της προσωπικότητας των μαθητών δεν είναι διαδικασίες που εκτελούνται αποκλειστικά βάσει των προδιαγραφών των σχολικών προγραμμάτων, αλλά εμπεριέχουν συγκρούσεις και αντιστάσεις και, επιπλέον, να συνειδητοποιήσουν ότι η εκπαίδευση στον καπιταλισμό δεν μπορεί να αποτελέσει όργανο ριζικού κοινωνικοπολιτικού μετασχηματισμού.
Οι κριτικοί εκπαιδευτικοί, αντλώντας έμπνευση και αρχές από την απελευθερωτική παιδαγωγική του Paulo Freire και από οπτικές της κριτικής παιδαγωγικής που αξιοποιούν την παράδοση του Μαρξισμού, χωρίς να χάνουν το κουράγιο τους, χρειάζεται να αγωνιστούν για να διατηρήσει η εκπαίδευση τον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της, αλλά και να αποκτήσει ένα ολιστικό και ανθρωπιστικό περιεχόμενο που συνδυάζει τη θεωρητική με την πρακτική μάθηση. Να εργαστούν για να δημιουργήσουν ή να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με εναλλακτικά εκπαιδευτικά δίκτυα. Να αναγνωρίσουν την αξία του βιωμένου κόσμου των μαθητών που προέρχονται από τις εκμεταλλευόμενες και καταπιεζόμενες κοινωνικές τάξεις, να τον κατανοούν ιστορικά και κοινωνικά και να τον αξιοποιούν στη διδασκαλία τους, η οποία περιλαμβάνει αλληλένδετα τη θεωρητική γνώση, τη γνώση της πρακτικής και την κριτική κατανόηση και επεκτείνεται στην εκμάθηση τεχνικών μελέτης, τρόπων μάθησης και σκέψης, καθώς και στην άσκηση κριτικής στην εξουσία. Οι κριτικοί εκπαιδευτικοί είναι ανάγκη να αποτελούν καθοδηγητές των μαθητών τους ανοίγοντας ορίζοντες μόρφωσης, αγώνα και πολιτικής χειραφέτησης.
 Οι κριτικοί εκπαιδευτικοί ως επαναστάτες, χρειάζεται να έχουν επίγνωση της πλευράς που έχουν επιλέξει ως οργανικοί διανοούμενοι, την πλευρά της εργατικής τάξης. Και αυτό γίνεται όταν μέσα από τη συνειδητοποίηση των δικών τους θεμελιωδών κοινωνικών συμφερόντων ως μέρους των στρατηγικών συμφερόντων της μισθωτής εργασίας, αγωνίζονται για τη χειραφέτησή της και για τη χειραφέτηση του συνόλου της κοινωνίας. Όταν στρέφονται στη θεωρία του Marx, εμβαθύνουν στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας και συμβάλλουν ώστε να αναδειχθεί η  ριζοσπαστικότητα της εργατικής δύναμης και να ιδωθεί η εκπαίδευση ως συνειδητή και σκόπιμη παραγωγική εργασία ανάπτυξης δυνατοτήτων και οικοδόμησης ανθρώπινων ικανοτήτων μέσα από την κατανόηση των ταξικών συγκρούσεων. Τότε κάνουν ένα ουσιαστικό και αποφασιστικό βήμα για να αμφισβητηθεί το κυρίαρχο αφήγημα για το τέλος της ιστορίας και να συγκροτηθεί η δράση για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Στα πλαίσια της αντι-ηγεμονικής τους παιδαγωγικής, οι κριτικοί εκπαιδευτικοί ως οργανικοί διανοούμενοι των καταπιεζόμενων και εκμεταλλευόμενων εξανθρωπίζουν την παιδαγωγική σχέση, αποκαλύπτουν τον κανονιστικό λόγο του σχολείου ο οποίος εμπεριέχεται στην κουλτούρα του σχολικού μηχανισμού, δηλαδή στη σχολική γνώση, στις παιδαγωγικές πρακτικές, στις συμπεριφορές, στις χειρονομίες, στις σκέψεις, στους ρητούς και άρρητους κανόνες, στα έθιμα, στις εξουσίες, στο σχεδιασμό του σχολικού κτηρίου, παράγοντας σχέσεις κυριαρχίας και υπακοής, σχέσεις ανταγωνιστικές και ατομικιστικές, σχολική ανισότητα και εκπαιδευτικό αποκλεισμό. Έτσι, οι μαθητές διαμορφώνονται διαλεκτικά από κριτικούς εκπαιδευτικούς διανοούμενους ως επαναστατικά υποκείμενα, όταν οικοδομούν αφενός την ταξική τους συνείδηση μέσα από την ανάπτυξη της επίγνωσης για την ταξική τους θέση, τις κυρίαρχες σχέσεις και ιδέες και, αφετέρου, όταν αποκτούν επίγνωση των ποικίλων ανταγωνισμών στην καπιταλιστική κοινωνία και των εκφάνσεών τους στη καθημερινή ζωή, καθώς και των δυνατοτήτων παρέμβασης και δράσης με σκοπό τον ριζικό μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων.
            Οι κριτικοί εκπαιδευτικοί παρεμβαίνουν και δρουν στα συνδικάτα των εργαζόμενων στην εκπαίδευση και στις οργανώσεις της εργατικής τάξης, στους γονείς και στους μαθητές, εστιάζοντας στην εκπαίδευση των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων κοινωνικών τάξεων, τόσο μέσα όσο και έξω από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, σε ποικίλες σφαίρες της κοινωνικής ζωής και δράσης. Ειδικότερα, οι κριτικοί εκπαιδευτικοί αγωνίζονται για να αναιρούν την επιβολή της καπιταλιστικής εξουσίας, των πατερναλιστικών και ιεραρχικών σχέσεων και αναπτύσσουν την ιδεολογική κριτική στις πρακτικές που συμβάλλουν στην κοινωνική αναπαραγωγή. Η ολόπλευρη ανάπτυξη του δυναμικού των μαθητών, το άκουσμα των φωνών τους, αλλά και το άκουσμα των φωνών των εκπαιδευτικών που υπερασπίζονται τις θεμελιώδεις ανάγκες τους, είναι το πρώτο τους μέλημα. Επίσης, ενισχύουν τις σχέσεις τους με τις κοινότητες για τη διασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα των κοινωνικών αγαθών, όπως και για τη δημοκρατική λειτουργία του σχολείου με τη συμμετοχή των εκπαιδευτικών, των γονέων και των μαθητών.
Προς αναζήτηση χειραφετικών προοπτικών για την εκπαίδευση
Στις συνθήκες ταξικής διάσπασης της ανθρωπότητας και κυριαρχίας σχέσεων εκμετάλλευσης του κόσμου της μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο, η αναζήτηση χειραφετικών προοπτικών για την εκπαίδευση συνιστά οργανικό στοιχείο του στοχασμού σχετικά με την προοπτική και τα χαρακτηριστικά της χειραφετημένης σοσιαλιστικής κοινωνίας. Σε μια τέτοια κοινωνία, οι άνθρωποι θα μπορέσουν να οικειοποιηθούν τις αλλοτριωμένες δυνάμεις τους, να καταστήσουν τα επιτεύγματα της κοινωνικής εργασίας συλλογικό τους πλούτο και την ελεύθερη ανάπτυξη κάθε προσωπικότητας προϋπόθεση της ελεύθερης ανάπτυξης όλων.
Η τεράστια σημασία της εκπαίδευσης για την χειραφέτηση της ανθρωπότητας μπορεί να αποκαλυφθεί μόνο μετά την κατάργηση των κεφαλαιοκρατικών και ευρύτερα ταξικών σχέσεων παραγωγής, δηλαδή μόνο σε μια σοσιαλιστική κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και η συλλογική διαχείρισή τους από τους εργαζόμενους. Με άλλα λόγια, η σημασία της εκπαίδευσης για τη θεμελιώδη ανάπτυξη των ανθρώπων, των δημιουργικών πτυχών και δυνατοτήτων τους, συνδέεται αποφασιστικά με την κατάργηση των σχέσεων ιδιοκτησίας που αναπαράγουν την αλλοτρίωση των εργαζομένων, καθώς και με τη διαδικασία, τα μέσα και το αποτέλεσμα της εργασιακής τους δραστηριότητας. Η εκπαίδευση αποκτά πρωτόγνωρη σπουδαιότητα για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας όταν οι εργαζόμενοι, έχοντας ενώσει τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, καθίστανται τα υποκείμενα της διαχείρισης-διεύθυνσής τους.
Ακριβώς αυτή είναι η εξαιρετικής σημασίας προοπτική, η χειραφέτηση της εργασίας. Είναι η ριζική αλλαγή της θέσης και του ρόλου των εργαζόμενων στο σύστημα της υλικής παραγωγής, που καθιστά επιτακτική την ανάγκη ενίσχυσης- ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους. Αλλαγή που απαιτεί τη ριζική αναβάθμιση της εκπαίδευσής τους ως σκόπιμης, μεθοδικά οργανωμένης, συστηματικής και κλιμακούμενης διαδικασίας μετάδοσης και παραγωγής γνώσεων, διαμόρφωσης ικανοτήτων και καλλιέργειας της προσωπικότητας στις ουσιαστικότερες πτυχές της. Η αναγκαιότητα ριζικής αναβάθμισης της εκπαίδευσης σε μια σοσιαλιστική κοινωνία απορρέει πρωτίστως από το γεγονός ότι μόνο εξαιρετικά αναπτυγμένοι και συνειδητοποιημένοι εργαζόμενοι μπορούν να θέσουν υπό τον συλλογικό έλεγχό τους τις παραγωγικές δυνάμεις που εμφανίστηκαν στην καπιταλιστική κοινωνία με την είσοδό της στο στάδιο της βιομηχανικής και, σήμερα πλέον, της επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης. Όπως σημείωναν στην εποχή τους οι Μαρξ και Ένγκελς, οι δυνάμεις αυτές είναι τόσο ισχυρές και πολύπλοκες ώστε «μόνο άτομα που αναπτύσσονται ολόπλευρα μπορούν να τις αφομοιώσουν, δηλαδή μπορούν να τις κάνουν ελεύθερη δραστηριότητα της ζωής τους» (Μαρξ & Ενγκελς, 1979: 189).
Συνεπώς, η εκπαίδευση της χειραφετημένης κοινωνίας θα πρέπει να εμπεριέχει το οργανικό συνταίριασμα της φυσικής κουλτούρας με την απόκτηση θεμελιωδών γνώσεων για τη φύση, την τεχνολογία και την κοινωνία, την καλλιέργεια  της ικανότητας διαλεκτικής σκέψης, την ηθική και αισθητική αγωγή, καθώς και την ανάπτυξη της φιλοσοφικής μορφής της συνείδησης. Σήμερα, η παραγωγική δραστηριότητα κατατείνει σε αυτό που ο Μαρξ όριζε ως τάση εξόδου του ανθρώπου από την άμεση συμμετοχή στις παραγωγικές διαδικασίες με βάση τις φυσικές-σωματικές του δυνάμεις, καθώς και την ανάδυση της γενικής διάνοιας, δηλαδή των γνώσεων και των διανοητικών ικανοτήτων των εργαζόμενων ως  βασικής παραγωγικής δύναμης (Μαρξ, 1990). Έτσι, η ικανότητα των σύγχρονων εργαζόμενων να αναλάβουν τη συλλογική διεύθυνση των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας θα εξαρτάται ολοένα και περισσότερο  από την κατοχή επιστημονικών γνώσεων, τόσο αυτών που αφορούν στις γενικές επιστημονικές θεωρίες όσο και εκείνων που αφορούν στις τεχνολογικές εφαρμογές τους.
Η καθολική και ευρεία εξοικείωση των ανθρώπων με τα σύγχρονα επιτεύγματα της τεχνολογίας αποτελεί προϋπόθεση για να κατανοήσουν τις χειραφετικές δυνατότητες, αλλά και τις προκλήσεις που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις και να συμμετέχουν στη συλλογική-κοινωνική διαχείρισή τους. Αυτή όμως η εξοικείωση αποκτά σήμερα περισσότερο θεωρητικό χαρακτήρα, παρά άμεσα πρακτικό-εμπειρικό. Όσον αφορά τη σημασία της  εργασιακής αγωγής με την έννοια της χειρωνακτικής δραστηριότητας των νέων για την άσκηση και ανάπτυξη των πρακτικών τους ικανοτήτων, αυτή, σε συνθήκες διευρυνόμενης διανοητικοποίησης της εργασίας, παίρνει αναπόφευκτα τη μορφή της ποικιλόμορφης χειροτεχνικής-καλλιτεχνικής εκπαίδευσης.
Επομένως, η μετατροπή της επιστήμης σε άμεση παραγωγική δύναμη και ο αγώνας για τη χειραφέτηση της εργασίας με τη μετατροπή των εργαζομένων σε αυθεντικούς διαχειριστές των παραγωγικών δυνάμεων και διαδικασιών της κοινωνίας, μάς υποχρεώνει να αντιλαμβανόμαστε τη μόρφωση στο σχολείο του μέλλοντος ως διαδικασία όχι μόνο απόκτησης γνώσεων, αλλά και διαμόρφωσης των θεμελιωδών διανοητικών ικανοτήτων των ανθρώπων. Παράλληλα βεβαίως, με την φυσική αγωγή του σώματος, όπου η φυσική αγωγή γίνεται αντιληπτή ως φυσική κουλτούρα, δηλαδή όχι μόνο ως εξάσκηση συγκεκριμένων σωματικών δυνάμεων, αλλά και ως σφαιρική βελτίωση της κινητικής δραστηριότητας του σώματος και της ψυχοφυσιολογικής του ευεξίας, ως καλλιέργεια ενός συνειδητά ενεργητικού-υγιούς τρόπου ζωής.
Αναφορικά με το κατεξοχήν διανοητικό μέρος της μόρφωσης, το σχολείο  μιας χειραφετημένης κοινωνίας του μέλλοντος, όπως μπορεί κανείς να το αντιληφθεί και να το προτάξει στις σημερινές συνθήκες, δεν μπορεί παρά να μορφώνει τη νέα γενιά, περνώντας από την αυθόρμητη, αισθητήρια, εμπειρική γνώση στην επιστημονική θεωρητική σύλληψη του ανθρώπινου κόσμου. Η αυθόρμητη-εμπειρική γνώση του κόσμου κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της μέχρι τώρα ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας. Προσφερόταν για κατεξοχήν επιδερμική επίγνωση, εγκλωβισμένη στη φαινομενικότητα των πραγμάτων, η οποία δεν επέτρεπε τη μετάβαση των ανθρώπων από την προσπάθεια προσαρμογής στην περιρρέουσα πραγματικότητα στον ριζικό μετασχηματισμό της.  Όμως, η γνώση που συνάδει προς την προοπτική ανάδειξης των εργαζόμενων σε αυτενεργά συλλογικά υποκείμενα της παραγωγικής δραστηριότητας και του κοινωνικού μετασχηματισμού συνίσταται οπωσδήποτε στη θεωρητική-διαλεκτική σύλληψη των αντικείμενων, στην κατανόηση και εννοιακή αναπαράσταση των ουσιωδών αλληλεπιδράσεων-αντιφάσεων οι οποίες καθορίζουν τη γέννηση, διαμόρφωση, εξέλιξη και αλλαγή τους.
Είναι σημαντικό να τονιστεί  ότι η  καλλιέργεια της διαλεκτικής-θεωρητικής σκέψης προϋποθέτει την ικανότητα κατανόησης των νόμων που διέπουν την  ίδια τη γνωσιακή δραστηριότητα, δηλαδή την ικανότητα αναστοχασμού επί των ιδεών-εννοιών και των διαδικασιών σχηματισμού τους. Συνακόλουθα, η διδασκαλία με διαλεκτικό τρόπο της συσσωρευμένης γνώσης, σε συνάρτηση με την καλλιέργεια της ίδιας της ικανότητας προς διαλεκτική σκέψη, συνδέεται στενά με τον αναστοχασμό και τη  διδασκαλία του ίδιου του γίγνεσθαι των γνώσεων, της γενικής πορείας της ανθρωπότητας. Εννοούμε τη μετάβαση από την αφετηριακή, αισθητηριακά συγκεκριμένη και συνάμα χαώδη-συγκεχυμένη σύλληψη του κόσμου, προς τη διάκριση διαφορετικών αντικειμένων και την ανάλυση  των πτυχών τους, των επιμέρους σχέσεών τους και, στη συνέχεια, προς την προσπάθεια σύνθεσης και εννοιακής αναπαράστασης της ολότητας των διαλεκτικών σχέσεων οι οποίες διέπουν συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα και καθορίζουν την εξέλιξή τους.
Το σχολείο που συνάδει προς μια σοσιαλιστική κοινωνία συντροφικών-αλληλέγγυων σχέσεων δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο στη μετάδοση γνώσεων που αφορούν τα θεμελιώδη πεδία των επιστημών της φύσης, της τεχνολογίας και της κοινωνίας. Θα πρέπει να συμβάλλει αποφασιστικά και στην καλλιέργεια της συνείδησης, με τη στενή σημασία της λέξης, δηλαδή με τη σημασία της συνειδητοποίησης του εαυτού ως υποκειμένου στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους-υποκείμενα. Πρόκειται για τη συνειδητοποίηση του κοινωνικού δεσμού με τους άλλους ανθρώπους ως δεσμού ο οποίος, στο πλαίσιο των ιστορικά αντικειμενικών καθορισμών του, προϋποθέτει τη σκόπιμη δράση των ανθρώπων για τη διατήρηση και ανάπτυξή του. Η συνειδητοποίηση του εαυτού ως υποκειμένου αφορά στην καλλιέργεια της ηθικής, αισθητικής και φιλοσοφικής μορφής της συνείδησης. Στο πλαίσιο αυτών των μορφών συνείδησης, οι άνθρωποι καταπιάνονται με τα ζητήματα του νοήματος, των σκοπών και του ιδεώδους του βίου. Συνειδητοποιούν  τις σχέσεις τους με τους άλλους, τον κοινωνικό τους δεσμό ως κάτι για το οποίο οι ίδιοι είναι υπεύθυνοι, δηλαδή ως κάτι που καθορίζεται όχι μόνο από αντικειμενικούς παράγοντες (από το γενικό χαρακτήρα της αλληλεπίδρασης ανθρώπων-φύσης, το γενικό επίπεδο ανάπτυξης της τεχνολογίας και του πολιτισμού, τις κυρίαρχες σχέσεις ιδιοκτησίας), αλλά και από τη σκόπιμη δράση τους ως υποκειμένων-φορέων συνείδησης.
Η ηθική, αισθητική και φιλοσοφική μορφή της συνείδησης αναπτύσσεται σε κάθε άνθρωπο διαμέσου όλου του φάσματος των κοινωνικών σχέσεων στις οποίες άμεσα ή έμμεσα συμμετέχει, διαμέσου όλων των διαδικασιών αφομοίωσης των παραδόσεων της ανθρωπότητας στα πεδία της ηθικής, της αισθητικής και της φιλοσοφίας. Το σχολείο της χειραφετημένης κοινωνίας μπορεί να συμβάλει στη διαδικασία καλλιέργειας της συνείδησης στις παραπάνω μορφές της, πρωτίστως  διαμέσου της προσφοράς στους νέους ανθρώπους συγκεκριμένης  κοινωνικής-ηθικής εμπειρίας, αποτελώντας οργανωμένη κοινότητα με βάση τις αρχές της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της,  αλλά και διαμέσου της διδασκαλίας και γνώσης των ανθρωπιστικών σπουδών, της τέχνης, της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας, οι οποίες αποτυπώνουν την εξέλιξη της αυτογνωσίας των ανθρώπων, την αλλαγή των αντιλήψεών τους για το νόημα και το ιδεώδες του βίου κατά την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας.
Στο σχολείο μιας χειραφετημένης κοινωνίας του μέλλοντος, αποφασιστικός παράγοντας για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου, πέραν της διασφάλισης των καλύτερων υλικών συνθηκών για την εκπαίδευση των νέων ανθρώπων, θα είναι οπωσδήποτε η φροντίδα για τη διαρκή  και πολύπλευρη ανάπτυξη της συνείδησης και της προσωπικότητας των εκπαιδευτικών, εφόσον η μόρφωση ως σκόπιμη, συστηματική και κλιμακούμενη εκπαιδευτική δραστηριότητα συνδέεται οπωσδήποτε με τον ρόλο της διδασκαλίας και το έργο τους. Μόνο εκπαιδευτικοί που απολαμβάνουν το έργο τους και αναπτύσσονται εντός αυτού (από ηθική, αισθητική και νοητική σκοπιά) μπορούν πραγματικά να συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητών.
Το έργο των εκπαιδευτικών είναι εξαιρετικής σημασίας, διότι είναι αυτό που επιτρέπει στους μαθητές να γνωρίσουν όλα όσα υπερβαίνουν τα όρια της καθημερινής τους εμπειρίας, όλα όσα βρίσκονται πέραν αυτών που οι μαθητές μπορούν μόνοι τους να αντιληφθούν. Η αναγκαιότητα και σημασία της διδασκαλίας συνίσταται στο γεγονός ότι οι επιστημονικές θεωρητικές γνώσεις, οι καλλιτεχνικές παραδόσεις και τεχνοτροπίες, οι φιλοσοφικές ιδέες και εν γένει τα συσσωρευμένα πολιτισμικά επιτεύγματα της ανθρωπότητας μπορούν να μεταδοθούν στη  νέα γενιά μόνο διαμέσου  της οργανωμένης και συστηματικής παιδαγωγικής σχέσης με άλλους ανθρώπους. Εκτός αυτού, το έργο των εκπαιδευτικών είναι αναγκαίο διότι διαμέσου της δικής τους διανοητικής δραστηριότητας, κατά τη διδασκαλία μαθημάτων και υπό την καθοδήγησή τους, οι μαθητές μυούνται στη διαδικασία της ανάλυσης και κριτικής εξέτασης ιδεών, μαθαίνουν δηλαδή να σκέπτονται δημιουργικά. Οι εκπαιδευτικοί διδάσκουν πραγματικά όταν σκέπτονται και δημιουργούν  καταστάσεις διανοητικής δραστηριότητας στις οποίες εμπλέκονται οι μαθητές, όταν καλλιεργούν στους μαθητές κίνητρα  και στόχους μόρφωσης, γνωσιακό ενδιαφέρον, όπως και ευρύτερους σκοπούς και ιδανικά του βίου. Επομένως, ας μη μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι εκπαιδευτικοί διδάσκουν όχι μόνο με τη σκέψη τους αλλά και με το σύνολο της προσωπικότητάς τους, με τις ηθικές αρχές, τις αισθητικές αντιλήψεις, τις φιλοσοφικές κοσμοθεωρίες, τη στάση ζωής και τα ιδανικά που τους διακρίνουν.
Βέβαια, εάν η πλέον κρίσιμη διάσταση της σκέψης αφορά στην κριτική εξέταση της ανθρώπινης κατάστασης και στην αναζήτηση δυνατοτήτων και προοπτικών βελτίωσης-χειραφέτησής της, τότε η πιθανότητα εντός των σημερινών κυρίαρχων συνθηκών να σταθούν οι εκπαιδευτικοί στο ύψος της κοινωνικής σημασίας του έργου τους συνδέεται στενά με την στράτευσή τους στην υπόθεση του κριτικού αναστοχασμού, καθώς και στην υπόθεση του θεωρητικού-ιδεολογικού και πρακτικού-πολιτικού αγώνα για τη χειραφέτηση της κοινωνίας και της εκπαίδευσης.

Το κείμενο είναι η εισαγωγή στα Πρακτικά του 4ου Διεθνούς Συνεδρίου Κριτικής Εκπαίδευσης

https://ekpaideusikaikoinonia.wordpress.com/2015/04/09/%CE%B7-%CE%B5%CE%BA%CF%80%CE%B1%CE%AF%CE%B4%CE%B5%CF%85%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CE%B1%CE%B3%CF%8E%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%B9%CE%BA/
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου